ῥάχιας

ῥάχιας
ῥάχις
the lower part of the back
fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥαχίας — ῥᾱχίᾱς , ῥαχία flood tide fem acc pl ῥᾱχίᾱς , ῥαχία flood tide fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CASTULO — urbs olim Episcopalis, nunc pagus Hispaniae Tarraconens. Appiano, Καςτόλων, Strahoni corrupte Κλάςτων, et Καςτάων, et Καίτουλον. Artemidoro, Polybio et Stephano Καςτάλων. Eius meminit Silius, l. 3. v. 30. Castulo Phoebei servat cognomina vatis.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) …   Dictionary of Greek

  • ρηχάδαι — και ῥηχιάδαι Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς καταδίκους εἰς ῥαχίας βάλλοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηχίη, ιων. τ. τού ῥαχία* «απότομη, βραχώδης ακτή» + κατάλ. άδης (πρβλ. μυστ άδης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”